καταπίνω τη
101καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] …
102στραβοκαταπίνω — Ν δεν καταπίνω κανονικά, με αποτέλεσμα μέρος τής τροφής να εισέρχεται στο λάρυγγα αντί για τον οισοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + καταπίνω] …
103συμβροχθίζω — Μ καταπίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βροχθίζω «καταπίνω, καταβροχθίζω»] …
104συνεκροφώ — έω, Α καταπίνω, ρουφώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκροφῶ «ρουφώ, καταπίνω»] …
105τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …
106χάπτω — Μ καταπίνω, καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω» με δάσυνση τού αρχικού συμφώνου (πρβλ. τα γοτθ. hafjan, γερμ. happen, με τα οποία συνδέεται το ρ., βλ. και λ. κάπτω)] …
107καταπεπομένας — καταπεπομένᾱς , καταπίνω gulp perf part mp fem acc pl καταπεπομένᾱς , καταπίνω gulp perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
108καταπιεῖ — καταφίημι let slip down pres ind act 3rd sg (ionic) καταπίνω gulp fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπῑεῖ , καταπίνω gulp fut ind mid 2nd sg (doric) …
109καταπινομένας — καταπῑνομένᾱς , καταπίνω gulp pres part mp fem acc pl καταπῑνομένᾱς , καταπίνω gulp pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
110καταπινομένων — καταπῑνομένων , καταπίνω gulp pres part mp fem gen pl καταπῑνομένων , καταπίνω gulp pres part mp masc/neut gen pl …