κατανάξαντες τὴν γῆν

  • 1κατανάσσω — (Α) πατώ με δύναμη και στερεώνω κάτι («κατανάξαντες τὴν γῆν φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νάσσω «πατώ με δύναμη»] …

    Dictionary of Greek