καταμᾰραίνω
1καταμαραίνω — (AM καταμαραίνω) μαραίνω κάτι εντελώς αρχ. 1. αδυνατίζω, εξασθενώ 2. παθ. καταμαραίνομαι (ιδίως για πρόσ.) φθείρομαι …
2καταμαραίνω — κατά μαραίνω quench pres subj act 1st sg κατά μαραίνω quench pres ind act 1st sg …
3увядаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (καταμαραίνω) ослабляю, обессиливаю, иссушаю; μαραίνω …
4μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …