Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καταλήγω

  • 1 καταλήγω

    [каталиго] р. (μτβ.) кончать, заканчивать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταλήγω

  • 2 прийти

    прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα
    * * *
    1) έρχομαι, φτάνω

    прийти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι

    прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος

    2) (к чему-л.) καταλήγω

    прийти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία

    прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ

    ••

    мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα

    Русско-греческий словарь > прийти

  • 3 взаимопонимание

    взаимопонимание с η αλ ληλοκατανόηση, η αμοιβαία κατανόηση достигнуть \взаимопониманиея καταλήγω σε αλληλοκατανό ηση
    * * *
    с
    η αλληλοκατανόηση, η αμοιβαία κατανόηση

    дости́гнуть взаимопонима́ния — καταλήγω σε αλληλοκατανόηση

    Русско-греческий словарь > взаимопонимание

  • 4 соглашение

    соглашение с 1) (согласие) η συμφωνία; приходить к \соглашениею καταλήγω σε συμφωνία 2) (договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση· το σύμφωνο (договор)' торговое \соглашение η εμπορική σύμβαση; двустороннее \соглашение η διμερής συμφωνία· заключить \соглашение κλείνω (или συνάπτω) συμβόλαιο
    * * *
    с
    1) ( согласие) η συμφωνία

    приходи́ть к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    2) ( договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση; το σύμφωνο ( договор)

    торго́вое соглаше́ние — η εμπορική σύμβαση

    двусторо́ннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία

    заключи́ть соглаше́ние — κλείνω ( или συνάπτω) συμβόλαιο

    Русско-греческий словарь > соглашение

  • 5 прийти

    приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,
    επιρ. μτχ. придя
    ρ.σ.
    1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•

    отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•

    почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•

    поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•

    зима -шла ο χειμώνας ήρθε.

    || επιστρέφω, γυρίζω.
    2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•

    прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•

    прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.

    3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•

    прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•

    прийти в восторг ενθουσιάζομαι•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    прийти в отчаяние απελπίζομαι•

    прийти в недоумение αμηχανώ•

    прийти в негодность αχρηστεύομαι•

    прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.

    εκφρ.
    прийти в головуκ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•
    прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•
    прийти в себя – συνέρχομαι•
    прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•
    прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.
    1. έρχομαι, πέφτω•

    седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.

    2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•

    прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•

    прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•

    этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.

    3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•

    мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•

    что -тся ό,τι τύχει•

    как -тся όπως λάχει•

    когда -тся όταν τύχει.

    4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.
    5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.
    εκφρ.
    прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•
    прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > прийти

  • 6 заключать

    заключать
    несов \. (помещать куда-л.) κλείνω·
    2. (заканчивать) τελειώνω (μετ.), κλείνω:
    \заключать речь словами... τελειώνω τήν ὁμιλία μέ (τά) λόγια...·
    3. (делать вывод) συμπεραίνω, καταλήγω·
    4. (договор и т. ἡ.) συνάπτω, κλείνω:
    \заключать мир συνάπτω ἐΙρήνη· \заключать союз συνάπτω συμμαχία·
    5. (в себе) ἐνέχω, περιέχω· ◊ \заключать в объятиях ἀγκαλιάζω· \заключать в скобки βάζω σέ παρένθεση· \заключать пари́ βάζω στοίχημα.

    Русско-новогреческий словарь > заключать

  • 7 заключение

    заключение
    с
    1. (лишение свободы) ἡ κράτηση [-ις], ἡ φυλάκιση [-ις]:
    \заключение под стражу ἡ φυλάκιση· предварительное \заключение ἡ προφυλάκιση· пожизненное \заключение τά ίσό-βια δεσμά· 2.:
    \заключение договора τό κλείσιμο συμφώνου, τό κλείσιμο συμφωνίας·\заключение мира ἡ σύναψη συνθήκης εἰρήνης·
    3. (вывод) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα:
    \заключение комиссии τό πόρισμα τής ἐπιτροπής· обвинительное \заключение юр. τό κατηγορητήριο· приходить к \заключениеию καταλήγω στό συμπέρασμα·
    4. (окончание \заключение в книге, речи) τό τέλος, ἡ κατακλείς· ◊ в \заключение τελειώνοντας, ἐν κατακλείδι.

    Русско-новогреческий словарь > заключение

  • 8 кончать

    кончать
    несов в разн. знач. τελειώνω:
    \кончать проект τελειώνω τό σχέδιο· \кончать работать σχολνάω ἀπό τή δουλειά· \кончать университет τελειώνω πανεπιστήμιο· \кончать· разговор τελειώνω τή συζήτηση· \кончать (жизнь) самоубийством αὐτοκτονώ· пора́ \кончать εἶναι καιρός νά τελειώνουμε (или νά σταμα-τήσουμε)· \кончать на том, что... καταλήγω σέ..., σταματῶ στό...

    Русско-новогреческий словарь > кончать

  • 9 мысль

    мысл||ь
    ж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):
    основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα.

    Русско-новогреческий словарь > мысль

  • 10 оканчиватьться

    оканчивать||ться
    1. τελειώνω (αμετ.), λαμβάνω τέλος, περατοῦ-μαι / λήγω (о сроке)·
    3. (иметь своим окончанием) καταλήγω:
    слово \оканчиватьтьсяется на гласную ἡ λέξη καταλήγει σέ φωνήεν.

    Русско-новогреческий словарь > оканчиватьться

  • 11 приходить

    приходить
    несов
    1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:
    \приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·
    2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:
    приходит ночь νύχτωσε·
    3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:
    \приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω.

    Русско-новогреческий словарь > приходить

  • 12 решение

    решен||ие
    с
    1. ἡ ἀπόφαση [-ις]:
    \решение суда ἡ δικαστική ἀπόφαση· \решение общего собрания ἡ ἀπόφαση τής γενικής συνέλευσης· он не изменил своего \решениеия δέν ἄλλαξε τήν ἀπόφαση του· принимать \решение ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση· выносить \решение ἐκδίδω ἀπόφαση· приходить к \решениеию καταλήγω στήν ἀπόφαση·
    2. (задачи и т. ἡ.) ἡ λύση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > решение

  • 13 соглашение

    соглашение
    с
    1. ἡ συμφωνία:
    предварительное \соглашение ἡ προκαταρκτική συμ-(ρωνία, ἡ προσυμφωνία· приходить к \соглашениею, достигать \соглашениея καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ·
    2. (договор) ἡ συμφωνία, τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:
    двустороннее \соглашение ἡ διμερής συμφωνία· торговое \соглашение ἡ ἐμπορική σύμβαση· заключать \соглашение κλείνω συμφωνία, κλείνω σύμβαση, συνάπτω σύμ-φωνο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > соглашение

  • 14 оканчиваться

    [ακάντσιβατ’σα] ρ. τελειώνω, λήγω, καταλήγω

    Русско-греческий новый словарь > оканчиваться

  • 15 оканчиваться

    [ακάντσιβατ’σα] ρ τελειώνω, λήγω, καταλήγω

    Русско-эллинский словарь > оканчиваться

  • 16 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 17 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 18 довертеть

    -верчу, -вертишь
    ρ.σ.μ.
    1. στρέφω, περιστρέφω, στρίβω, βιδώνω•

    осталось несколько гаек απόμεινε νά βιδώσω μερικά παξιμάδια.

    2. καταστρέφω από το πολύ γύρισμα•

    киноленту -ли до дыр η κινηματογραφική ταινία τρύπησε από το πολύ γύρισμα.

    περιστρέφομαι, στρίβομαι ως το τέλος. || γυρίζοντας φτάνω ως, καταλήγω•

    -лся до тюрьмы; γύρισε-γύρισε ώσπου κατέληξε στη φυλακή.

    Большой русско-греческий словарь > довертеть

  • 19 заключение

    ουδ.
    1. έγκλειση, κλείσιμο•

    заключение в скобки κλείσιμο σε παρένθεση.

    2. φυλάκιση, εγκάθειρξη•

    заключение под страж φυλάκιση με σκοπό (φύλακα)•

    подвергать -ю φυλακίζω, βάζω φυλακή•

    приговорить к -ю καταδικάζω σε φυλάκιση•

    тюремное заключение φυλάκιση, εγκάθειρξη•

    пожизненное заключение ισόβια δεσμά•

    одиночное заключение εγκάθειρξη στο απομονωτηριο•

    предварительное προφυλάκιση.

    3. συμπέρασμα, πόρισμα, εξαγόμενο•

    прийти к заключению καταλήγω, (φτάνω) στο συμπέρασμα•

    заключение экспертизы (ή экспертов) πόρισμα των εμπειρογνωμώνων•

    обвинительное (νομ.) κατηγορητήριο έγγραφο.

    4. τέλος, κατακλείδα, φινάλε• ακροτελεύτιο•

    в заключение στο τέλος, στην κατακλείδα, τελειώνοντας.

    || σύναψη•

    заключение мира σύναψη ειρήνης•

    заключение договора σύναψη συνθήκης.

    Большой русско-греческий словарь > заключение

  • 20 заключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.
    2. εγκλείω, κλείνω μέσα•

    заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•

    -в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.

    3. τελειώνω, ολοκληρώνω•

    заключить речь τελειώνω το λόγο•

    заключить счет κλείνω το λογαριασμό.

    4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.
    5. συνάπτω, κλείνω•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•

    заключить контракт κλείνω σύμβαση•

    заключить пари βάζω στοίχημα•

    заключить брак συνάπτω γάμο.

    εκφρ.
    заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.
    παλ. κλείνομαι•

    зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•

    она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.

    Большой русско-греческий словарь > заключить

См. также в других словарях:

  • καταλήγω — καταλήγω, κατέληξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταλήγω — (AM καταλήγω) 1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω 2. τερματίζω, παύω νεοελλ. 1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ 2. φθάνω σε συμπέρασμα 3. (το γ εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να το αποτέλεσμα ήταν να...… …   Dictionary of Greek

  • καταλήγω — κατάληξα και κατέληξα, παύω, τελειώνω, φτάνω στο τέρμα: Δεν ξέρω πού θα καταλήξει αυτό το θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλήγετε — καταλήγω leave off pres imperat act 2nd pl καταλήγω leave off pres ind act 2nd pl καταλήγω leave off imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλήγῃ — καταλήγω leave off pres subj mp 2nd sg καταλήγω leave off pres ind mp 2nd sg καταλήγω leave off pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλήξουσι — καταλήγω leave off aor subj act 3rd pl (epic) καταλήγω leave off fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλήγω leave off fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλήξουσιν — καταλήγω leave off aor subj act 3rd pl (epic) καταλήγω leave off fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλήγω leave off fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλήξω — καταλήγω leave off aor subj act 1st sg καταλήγω leave off fut ind act 1st sg καταλήγω leave off aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληγόντων — καταλήγω leave off pres part act masc/neut gen pl καταλήγω leave off pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληξάντων — καταλήγω leave off aor part act masc/neut gen pl καταλήγω leave off aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλῆγον — καταλήγω leave off pres part act masc voc sg καταλήγω leave off pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»