κατακρούω
1κατακρούω — και κατακρούγω (AM κατακρούω) νεοελλ. 1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.) β) «στα βάθη κατακρούω» γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.) γ) «κατακρούω… …
2κατάκρουσις — κατάκρουσις, ἡ (Α) [κατακρούω] 1. ώθηση από πάνω προς τα κάτω 2. το τίναγμα …
3κατακρουστικός — κατακρουστικός, ή, όν (Α) [κατακρούω] 1. αυτός που χτυπά κάτι και τό πιέζει προς τα κάτω 2. (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη θερμότητα και την οσμή άλλου οίνου …
4κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …
5ԲԱԽԵՄ — (եցի.) NBH 1 423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 14c ն. եւ չ. ԲԱԽԵՄ որ եւ ԲԱՂԽԵԼ, եւ առաւել ըստ յետնոց. (ʼի ձայնէն առեալ՝ բա՛խ, բախ. ջա՛խ, ջախ.) Հարկանել ուժգին՝ մինչեւ ցթնդիւն եւ ʼի հնչիւնձայնի իրիք.… …
6ԴՌՆՉԵՄ — (եցի.) NBH 1 0641 Chronological Sequence: Early classical ն.չ. ԴՌՆՉԵՄ կամ ԴՌՆՉԵՑՈՒՑԱՆԵՄ, ցուցի. κρούω, κατακρούω repello Բախելով թնդեցուցանել, եւ Զխիստն կակղել. *Վին (կամ գավին) հարկանել, եւ զքարինս դռընչեցուցանել. քանզի էին ապուշք ոմանք լսօղքն.… …
7ԴՌՆՉԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0641 Chronological Sequence: Early classical ն.չ. ԴՌՆՉԵՄ կամ ԴՌՆՉԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. κρούω, κατακρούω repello Բախելով թնդեցուցանել, եւ Զխիստն կակղել. *Վին (կամ գավին) հարկանել, եւ զքարինս դռընչեցուցանել. քանզի էին ապուշք ոմանք լսօղքն. Եւս.… …