κατακλώθω

  • 1κατακλώθω — (Α) κλώθω το νήμα τής ζωής κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 2κατάκλωστα — (Μ) επίρρ. με καλό πλέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο* κατάκλωστος < κατακλώθω] …

    Dictionary of Greek

  • 3κατακλώθες — κατακλῶθες, αἱ (Α) [κατακλώθω] οι Μοίρες, οι οποίες κλώθουν το νήμα τής ζωής …

    Dictionary of Greek

  • 4κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… …

    Dictionary of Greek