κατακαίνω
1κατακαίνω — (Α) κατακτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + καίνω «φονεύω»] …
2κατακαίνω — κατά καίνω kill pres subj act 1st sg κατά καίνω kill pres ind act 1st sg κατά καινόω make new pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατά καινόω make new imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
3καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… …
4κατακονά — κατακονά, ἡ (Α) [κατακαίνω] διαφθορά, καταστροφή …
5συγκατακαίνω — Α συγκατακτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακαίνω «φονεύω»] …