κατακέκνισμαι
1κατακέκνισμαι — κατακνίζω chop up perf ind mp 1st sg …
2κατακνίζω — (Α) 1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω 2. ξύνω δυνατά 3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.) 4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.) 5. παθ. κατακνίζομαι είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ …