καται-βασία

  • 1καταιβασία — και ποιητ. τ. καταιβασίη ἡ (Α) [καταιβάτης] 1. κατάβαση* 2. στον πληθ. αἱ καταιβασίσαι οι κεραυνοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καται (ποιητ. τ. τού κατά) + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. παρα βασία υπερ βασία] …

    Dictionary of Greek