καταιρέω

  • 1καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 2ԿՈՐԾԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 1120 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c ն. κατασπάω, καταβάλλω, καταιρέω , κατασκάπτω, στρέφω, ἁνατρέπω եւն. distraho, destruo, dejicio, everto, diruo եւն. Քարշելով ʼի վայր ընկենուլ. արկանել. ձգել. եւ Քակել …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)