Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καταιγίδα

См. также в других словарях:

  • καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • καταιγίδα — η ραγδαία βροχή, θύελλα: Μπείτε μέσα, γιατί θα έρθει καταιγίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταιγίδα — καταιγίς squall descending from above fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Τζορτζιόνε, Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο, ο επονομαζόμενος — (Giorgione, Καστελφράνκο Βένετο, Τρεβίζο 1477 ή 1478 – Βενετία 1510). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Εγκαταστάθηκε, άγνωστο πότε, στη Βενετία και έγινε, κατά… …   Dictionary of Greek

  • αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • καταιγιδοφόρος — ο αυτός που φέρνει καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίδα + φορος (< φόρος < φέρω) πρβλ. καρπο φόρος, πυρφόρος] …   Dictionary of Greek

  • περιστερία — Τρία βραχόνησα στη νότια ακτή της Σαλαμίνας. Στα νησιά αυτά, τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1852, (14 με το τότε ημερολόγιο), καταιγίδα έριξε την κορβέτα “Αμαλία”, που κυριολεκτικά διαλύθηκε. Η ίδια καταιγίδα κατέριψε και μια στήλη στο ναό του… …   Dictionary of Greek

  • χιονοκαταιγίδα — η, Ν καταιγίδα που συνοδεύεται από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καταιγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χιονοκαταιγίς, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»