-
1 καταιγίδα
[катэгида] ουσ. θ. гроза, буряΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταιγίδα
-
2 гроза
-
3 дождь
дождь м η βροχή· проливной \дождь η καταιγίδα, η ραγδαία βροχή· мелкий \дождь η ψιχάλα· собирается \дождь θα βρέξει· идёт \дождь βρέχει* * *мη βροχήпроливно́й дождь — η καταιγίδα, η ραγδαία βροχή
ме́лкий дождь — η ψιχάλα
собира́ется дождь — θα βρέξει
-
4 буря
η θύελλα, η καταιγίδα, η μπόρα, (на море) η τρικυμίαмагнитная физ. - μαγνητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буря
-
5 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
6 ураган
η θύελλα, η καταιγίδα, η λαίλαπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ураган
-
7 буря
буряж ἡ θύελλα, ἡ καταιγίδα [-ίς]/ ἡ φουρτούνα, ἡ τρικυμία (на море)/ ὁ χιονοστρόβιλος (снежная):\буря аплодисментов θύελλα χειροκροτημάτων магнитная \буря физ. ἡ μαγνητική θύελλα, ὁ μαγνητικός κλύδων. -
8 налетать
налетатьнесов, налететь сов1. ρίχνομαι, πέφτω ἐπάνω, ἐπιπίπτω, ἐπιτίθεμαι / σηκώνομαι, ἐνσκήπτω (о ветре и т. п.):налетел ураган ἐνέσκηψε καταιγίδα· налетело много комаров μαζεύτηκαν (или μπήκαν) πολλά κουνούπια· в окно́ налетело много пыли ἀπό τό παράθυρο μπήκε πολλή σκονή·2. перен (наталкиваться) разг τρακάρω, πέφτω πάνω:\налетать на столб πέφτω πάνω στό τηλεγραφόξυ-λο·3. (нападать) ἐπιτίθεμαι:ко́ниица налетела с фла́нга τό ίππικό ἐπιτέθηκε ἀπό τά πλάγια. -
9 ураган
ураганм ἡ θύελλα, ἡ καταιγίδα [-ίς]. -
10 буря
-и θ.1. θύελλα, καταιγίδα, μπόρα•-утихла η θύελλα κόπασε.
2. μτφ. δυνατή ψυχική ταραχή, μπουρίνι.εκφρ.буря в стакане воды – μεγάλη ψυχική ταραχή ή συζήτηση για το τίποτε.
См. также в других словарях:
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
καταιγίδα — η ραγδαία βροχή, θύελλα: Μπείτε μέσα, γιατί θα έρθει καταιγίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταιγίδα — καταιγίς squall descending from above fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Τζορτζιόνε, Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο, ο επονομαζόμενος — (Giorgione, Καστελφράνκο Βένετο, Τρεβίζο 1477 ή 1478 – Βενετία 1510). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Εγκαταστάθηκε, άγνωστο πότε, στη Βενετία και έγινε, κατά… … Dictionary of Greek
αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
καταιγιδοφόρος — ο αυτός που φέρνει καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίδα + φορος (< φόρος < φέρω) πρβλ. καρπο φόρος, πυρφόρος] … Dictionary of Greek
περιστερία — Τρία βραχόνησα στη νότια ακτή της Σαλαμίνας. Στα νησιά αυτά, τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1852, (14 με το τότε ημερολόγιο), καταιγίδα έριξε την κορβέτα “Αμαλία”, που κυριολεκτικά διαλύθηκε. Η ίδια καταιγίδα κατέριψε και μια στήλη στο ναό του… … Dictionary of Greek
χιονοκαταιγίδα — η, Ν καταιγίδα που συνοδεύεται από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καταιγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χιονοκαταιγίς, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek