καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων

  • 1καταθρώσκω — καταθρῴσκω (Α) πηδώ κάτω («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θρώσκω «πηδῶ»] …

    Dictionary of Greek