-
1 καταθλίβω
[кататливо] р. удручать, подавлять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταθλίβω
-
2 удручать
удруч||атьнесов στενοχωρώ, καταθλίβω, ἀποκαρδιώνω:это меня \удручатьает αὐτό μέ στενοχωρεί πολύ. -
3 гнести
гнету, гнетешь, παρλθ. χρ. δεν έχει.• μτχ. ενεστ. гнетущий, ρ.δ. и.1. πιέζω, βαραίνω, σφίγγω. || μτφ. καταθλίβω, κατατρύχω, βασανίζω•меня -ут мрачные мысли με βασανίζουν σκοτεινές (απαίσιες) σκέψεις.
2. καταπιέζω, τυραννώ. -
4 заковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά•арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέρασαν τις χειροπέδες.
|| θωρακίζω, βάζω θώρακα. || μτφ. καταθλίβω, καταπιέζω, στενοχωρώ. || μτφ. παγώνω, ακινητοποιώ (ποτάμι λίμνη κ.τ.τ.).2. πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα•лошадь хромает, ее -ли το άλογο κουτσαίνει, γιατί το ‘πιασαν με το καρφί.
3. αυνδέω με σφυρηλάτηση.αλυσοδένομαι, δεσμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 нагнетать
-
6 надсадить
-салу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надсаженный, βρ: -жен, -а -о. (απλ.)1.:λιώνω, εξαντλώ, τσακίζω, καταπονώ• βλάπτω.2. μτφ. πληγώνω, συντρίβω, καταθλίβω.βλάπτομαι, τσακίζομαι• λιώνω (από υπερένταση). -
7 омрачить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. омрачённый, βρ: -чен, -чена, -чено.1. επισκοτίζω. || μτφ. συσκοτίζω.2. απαγοητεύω καταθλίβω, καταλυπώ. || μτφ. αμαυρώνω, επισκιάζω.1. σκοτεινιάζω, καλύπτομαι από σκοτάδι.2. τα βλέπω όλα μαύρα, καταθλίβομαι, καταλυπούμαι, στενοχωρούμαι, πικραίνομαι. -
8 подёрнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) βλ. дрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά).(απλ.) πληγώνω, καταθλίβω, καταλυπώ.ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώνω, σκοτίζω•слёзы -ли взор τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια (την όραση)•
реку -ло льдом (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε από τον πάγο•
подрнут мглой, дымом, туманом καλυμμένος από σκοτάδι, καπνό, ομίχλη.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι θολώνω, σκοτεινιάζω. -
9 пришибить
-бу, -бшь, παρλθ. χρ. пришиб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пришибленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. (απλ.) χτυπώ, συνθλίβω. || μωλωπίζω. || σκοτώνω, φονεύω.2. μτφ. καταθλίβω, πλήττω, σπαράζω, συντρίβω, τσακίζω• πληγώνω. -
10 раздавить
ρ.σ.μ. α.1. συνθλίβω, καταθλίβω, καταπιέζω, καταπα.τώ.2. μτφ. συντρίβω•раздавить армию противника συντρίβω τον εχθρικό στρατό.
3. στενοχωρώ, προξενώ θλίψη, λυπώ, πικραίνω.4. πίνω, τραβώ, τσούζω. -
11 сердце
-а, πλθ. сердца, -дец, -дцамουδ.1. η καρδιά•сердце бьтся η καρδιά χτυπά•
порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•
болезни -а καρδιακές παθήσεις•
биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.
2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•
я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).
3. θυμός, οργή, εξόργιση.4. κέντρο•афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.
εκφρ.в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•всем -ем – ολόκαρδα•сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή). -
12 тяготеть
-ею, -ешьρ.δ.1. έλκομαι, τραβιέμαι•луна -еет к земле το φεγγάρι έλκεται από τη γη.
2. τείνω, κλίνω, ρέπω προς•он -еет к музыке αυτός έχει κλίση προς τη μουσική, τον τραβάει η μουσική.
3. ορθώνομαι, υψώνομαι•гора -еет над горизонтом το βουνό υψώνεται στον ορίζοντα.
|| μτφ. βαρύνω, βασανίζω, καταθλίβω• κατατρύχω. || μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι ανώτερος. -
13 убить
убить 1ρ.σ.μ.1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•
охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•
убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.
2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•
убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.
|| μαραζώνω•убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•
она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.
|| καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.
3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•
время σκοτώνω τον καιρό.
4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).5. (απλ.) χτυπώ•он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•
убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.
εκφρ.- убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).убить 2ρ.σ.μ.1. καρφώνω.2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές. -
14 удручить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удручённый, βρ: -чён, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. παλ. καταβάλλω, καταπονώ, εξαντλώ• ταλαιπωρώ.2. καταθλίβω, στενοχωρώ• πικραίνω,φαρμακώνω, βαριοκαρδίζω, πικροκαρδίζω.καταθλίβομαι, καταστενοχωρούμαι• κατατρύχομαι• με τρώει η στενοχώρια.
См. также в других словарях:
καταθλίβω — βλ. πίν. 7 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταθλίβω — (AM καταθλίβω) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω 2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ νεοελλ. καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, η, ο(ν) υπερβολικά θλιμμένος … Dictionary of Greek
καταθλίβω — κατέθλιψα, καταθλίβηκα, καταθλιμμένος 1. θλίβω ισχυρά, καταπιέζω, καταπλακώνω: Έπεσε πάνω του το δέντρο και τον κατέθλιψε. 2. καταστενοχωρώ: Καταθλίβεται με την κατάντια των παιδιών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθλῖψαι — καταθλίβω press down aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβῃ — καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres subj mp 2nd sg καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres ind mp 2nd sg καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίψει — κατάθλιψις pressing down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταθλίψεϊ , κατάθλιψις pressing down fem dat sg (epic) κατάθλιψις pressing down fem dat sg (attic ionic) καταθλί̱ψει , καταθλίβω press down aor subj act 3rd sg (epic) καταθλί̱ψει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβει — καταθλί̱βει , καταθλίβω press down pres ind mp 2nd sg καταθλί̱βει , καταθλίβω press down pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβουσι — καταθλί̱βουσι , καταθλίβω press down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταθλί̱βουσι , καταθλίβω press down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβουσιν — καταθλί̱βουσιν , καταθλίβω press down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταθλί̱βουσιν , καταθλίβω press down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέθλιβον — κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 3rd pl κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχω — ἄγχω (Α) 1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό 2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου 3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω 4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ 5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu … Dictionary of Greek