καταζῶ
1καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή …
2καταζῶ — καταζάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταζάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) …
3κατάζω — κατά ἄζω dry up pres subj act 1st sg κατά ἄζω dry up pres ind act 1st sg …
4συγκαταζώ — άω, Α ζω μαζί με άλλον, συζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταζῶ «περνώ ολόκληρη τη ζωή μου»] …