καταδρέπω
1καταδρέπω — (Α) αποκόπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δρέπω «κόβω»] …
2καταδρέποντες — καταδρέπω strip off pres part act masc nom/voc pl …
3καταδρέψαντες — καταδρέπω strip off aor part act masc nom/voc pl …
1καταδρέπω — (Α) αποκόπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δρέπω «κόβω»] …
2καταδρέποντες — καταδρέπω strip off pres part act masc nom/voc pl …
3καταδρέψαντες — καταδρέπω strip off aor part act masc nom/voc pl …