-
1 καταδιώκω
[катадьбко] р. преследовать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταδιώκω
-
2 преследовать
преследоватьнесов1. καταδιώκω, κυνηγώ:\преследовать зверя θηρεύω, κυνηγώ· \преследовать врага по пятам καταδιώκω τόν ἐχθρό κατά πόδας·2. (подвергать гонениям) διώκω, κατατρέχω·3. (о законе) διώκω:\преследовать в судебном порядке διώκω ποινικώς·4. (донимать\преследовать о мыслях и т. п.) κυνηγώ, καταδιώκω, βασανίζω:эта мысль \преследоватьует меня ἡ ίδέα αὐτη μέ καταδιώκει·5. (стремиться к чему-л.) ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ:\преследовать цель ἐπιδιώκω, ἀποσκοπώ, ἀποβλέπω· \преследовать собственные интересы ἐπιδιώκω τά ἀτομικά μου συμφέροντα -
3 преследовать
-дую, -дуешьρ.δ.μ.1. καταδιώκω, κυνηγώ•преследовать зверя κυνηγώ το θηρίο•
врага καταδιώκω τον εχθρό.
|| καταδιώκω από κοντά, παίρνω καταπόδι, από το κοντό.2. ενοχλώ, δεν αφήνω ήσυχο•меня не перестат преследовать мысль о болезни δεν με αφήνει ήσυχο η σκέψη για την αρρώστεια.
3. διώκω, κατατρέχω•-демократов διώκω τους δημοκράτες.
4. διώκω (νομικώς)•преследовать по суду διώκω δικαστικώς•
преследовать судебным порядком διώκω με τη δικαστική οδό.
5. επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω, βάζω για σκοπό•преследовать свой интересы βάζω για σκοπό τα συμφέροντα μου.
καταδιώκομαι, κυνηγιέμαι. || διώκομαι, κατατρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. -
4 преследовать
1. (гнаться за кем-, чем-л.) καταδιώκω, κυνηγώ 2. (неотступно следовать за кем-л.) ακολουθώ, καταδιώκω 3. (не оставлять в покое, мучить) ενοχλώ 4. (подвергать гонениям, притеснять) διώκω, κατατρέχω 5. юр. (предавать суду, подвергать суду) διώκω 6. (стремиться к чему-л., добиваться осуществления чего-л.) επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преследовать
-
5 преследовать
-
6 гнать
гоню, гонишь, παρλθ. χρ. гнал, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. гонящий, παθ. μτχ. ενεστ. гонимый, βρ: -ним, -а, -о, ρ.δ.μ.1. οδηγώ, βγάζω κοπάδι στη βοσκή, σκαρίζω. || στέλλω, κατευθύνω.2. παροτρύνω, προτρέπω• βιάζω, επισπεύδω. || οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα (αυτοκίνητο κ.τ.τ.).3. (κυρλξ. κ. μτφ.) κυνηγώ, καταδιώκω.4. διώχνω, απελαύνω.5. αποστάζω, βγάζω οινόπνευμα.6. (χυδ.) δίνω•гони деньги βγάλε λεφτά, κατέβαινε.
εκφρ.гнать в шею ή взашей – (απλ.) πιάνω από το λαιμό (το γιακά) και διώχνω.1. κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω κατά πόδι, στο κοντό.2. επιδιώκω, επιζητώ•гнать за прибылью κυνηγώ το κέρδος•
гнать за славой κυνηγώ τη δόξα.
-
7 гнать
гнать 1) (стадо и т. л.) οδηγώ 2) (преследовать ) κα ταδιώκω 3) (прогонять) διώ χνω \гнаться κυνηγώ* * *1) (стадо и т. п.) οδηγώ2) ( преследовать) καταδιώκω3) ( прогонять) διώχνω -
8 гоняться
гонять||ся1. (преследовать) καταδιώκω, κυνηγώ:*-ся Друг за дру́-гом κυνηγώ ὁ ἕνας τόν ἀλλον2. (стремиться к чему-л.) разг ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ, κυνηγώ:*-ся ва почестями ἐπιζητώ τιμές· \гонятьсяся за славой κυνηγώ τή δόξα. -
9 затравить
затравитьсов1. (зверя) κυνηγώ·2. перен καταδιώκω. -
10 притеснить
притеснитьсов, притеснять несов καταπιέζω / καταδιώκω, κατατρέχω (преследовать). -
11 репрессицвныйровать
репресси́цвный||роватьсов и несов καταστέλλω, καταπιέζω, καταδιώκω. -
12 травить
травить Iнесов1. (на охоте) κυνηγώ, θηρεύω·2. (уничтожать) ἐξοντώνω·3. перен καταδιώκω, κατατρέχω.травить IIнесов1. (делать потраву) καταστρέφω, προξενώ βλάβη·2. (металлы) κάνω χάραξη μέ χημικά μέσα, χαράσσω μέ ὁξύ.травить IIIнесов мор. λασκάρω, κα-λουμάρω. -
13 бегать
ρ.δ.1. βλ. бежать με τη διαφορά ότι το ρ. бегать σημαίνει κίνηση συνεχή ή προς διάφορες κατευθύνσεις.2. φεύγω, δραπετεύω, αποδιδράσκω.3. πηγαινοέρχομαι.4. περιφέρω, στρέφω, γυρίζω γρήγορα από ένα πράγμα σ’ άλλο.5. καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω κατά πόδι.ή τρέχω κοντά από, κυνηγώ•-ет за девушками κυνηγά τα κορίτσια.
-
14 инакомыслящий
επ. κ. ουσ. παλ. ετερόδοξος, αλλόδοξος, αλλόφρονας, αντιφρονών•преследовать -их καταδιώκω τους αντιφρονούντες.
-
15 травить
травить 1травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).
|| φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.
2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).
6. σπαταλώ.7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.травить 2ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).
См. также в других словарях:
καταδιώκω — follow hard upon pres subj act 1st sg καταδιώκω follow hard upon pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδιώκω — καταδιώκω, καταδίωξα βλ. πίν. 25 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταδιώκω — (AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω) κυνηγώ κάποιον για να τόν συλλάβω ή να τόν σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα νεοελλ. 1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τόν καταστρέψω ή να τόν αιχμαλωτίσω 2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον,… … Dictionary of Greek
καταδιώκω — καταδίωξα, καταδιώχτηκα, καταδιωγμένος 1. κυνηγάω κάποιον, τον ακολουθώ από κοντά, τρέχω πίσω του: Καταδιώξαμε τους Ιταλούς ως τη θάλασσα. 2. παρακολουθώ κάποιον με κακές διαθέσεις, κατατρέχω: Τον καταδιώκει ο προϊστάμενός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδιώκῃ — καταδιώκω follow hard upon pres subj mp 2nd sg καταδιώκω follow hard upon pres ind mp 2nd sg καταδιώκω follow hard upon pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδιώξει — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd sg (epic) καταδιώκω follow hard upon fut ind mid 2nd sg καταδιώκω follow hard upon fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδιώξουσι — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd pl (epic) καταδιώκω follow hard upon fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδιώκω follow hard upon fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδιώξουσιν — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd pl (epic) καταδιώκω follow hard upon fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδιώκω follow hard upon fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδιώξω — καταδιώκω follow hard upon aor subj act 1st sg καταδιώκω follow hard upon fut ind act 1st sg καταδιώκω follow hard upon aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδιώξῃ — καταδιώκω follow hard upon aor subj mid 2nd sg καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd sg καταδιώκω follow hard upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδιωκόμεθα — καταδιώκω follow hard upon pres ind mp 1st pl καταδιώκω follow hard upon imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)