καταδακτυλίζειν
1καταδακτυλίζειν — καταδακτυλίζω feel with the finger pres inf act (attic epic) …
2σιφνιάζω — Α [Σίφνιος] συμπεριφέρομαι σαν Σίφνιος, μιμούμαι τους Σιφνίους («σιφνιάζειν καταδακτυλίζειν διαβέβληνται γὰρ οἱ Σίφνιοι ὡς παιδικοῑς χρώμενοι σιφνιάσαι οὖν τὸ σκιμαλίσαι», Ησύχ.) …