καταγῇς
1καταγής — επίρρ. στο έδαφος, πάνω στο χώμα, κατάχαμα («κοιμάται καταγής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γῆς] …
2καταγής — επίρρ., πάνω στο έδαφος, χάμω: Κοιμάται καταγής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3καταγῇς — κατᾱγῇς , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor subj pass 2nd sg κατάσσω Cat.Cod. Astr. aor subj pass 2nd sg …
4κατάγῃς — κατάγω lead down pres subj act 2nd sg …
5καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …
6μπρουμυτίζω — και προμυτίζω [μπρούμυτα] 1. (αμτβ.) πέφτω πρηνηδόν, μπρούμυτα, με το πρόσωπο καταγής 2. (μτβ.) ρίχνω κάποιον με το πρόσωπο καταγής …
7στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …
8χαμαί — ΝΜΑ επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ. θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ. γ. «ταῡτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῡ πτύσματος», ΚΔ) αρχ. 1. μτφ. στο… …
9χαμευνάς — και χαμαιευνάς, άδος, ἡ, ΜΑ πόρνη, εταίρα («γυναῑκες χαμαιευνάδες, ὧν ὁ βίος οὐκ εὐπρεπής», Ευστ.) αρχ. 1. αυτή που κοιμάται καταγής 2. (με τη λ. εὐνή) στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής 3. φωλιά ζώου 4. συνεκδ. ζώο που έχει φωλιά στο έδαφος.… …
10χαμευνία — ἡ, Α [χαμευνῶ] 1. το να κοιμάται κανείς καταγής 2. στον πληθ. αἱ χαμευνίαι στρώματα ύπνου τοποθετημένα καταγής …