καταγεύομαι
1καταγεύομαι — (AM) μσν. παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς τῇ γεύσει νικηθείς» αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι 2. εξετάζω …
2καταγεύομαι — taste pres ind mp 1st sg …
3καταγευσθείς — καταγεύομαι taste aor part mp masc nom/voc sg …
4καταγευέσθω — καταγεύομαι taste pres imperat mp 3rd sg …
5κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …
6κατάγευσις — κατάγευσις, ἡ (Α) [καταγεύομαι] η δοκιμή με τη γεύση …