καταγέλαστος εἶ
1καταγέλαστος — ridiculous masc/fem nom sg …
2καταγέλαστος — η, ο (AM καταγέλα στος, ον) [καταγελώ] αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.). επίρρ... καταγελάστως (Α) με καταγέλαστο τρόπο …
3καταγέλαστος — η, ο ο άξιος περιφρονητικού γέλωτα: Πρόσεξε μη γίνουμε καταγέλαστοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καταγελαστότερον — καταγέλαστος ridiculous adverbial comp καταγέλαστος ridiculous masc acc comp sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc comp sg …
5καταγελαστότατα — καταγέλαστος ridiculous adverbial superl καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc superl pl …
6καταγελαστότατον — καταγέλαστος ridiculous masc acc superl sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc superl sg …
7καταγελάστω — καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut nom/voc/acc dual καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
8καταγελάστως — καταγέλαστος ridiculous adverbial καταγέλαστος ridiculous masc/fem acc pl (doric) …
9καταγέλαστον — καταγέλαστος ridiculous masc/fem acc sg καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc sg …
10καταγελαστοτάτοις — καταγέλαστος ridiculous masc/neut dat superl pl …