καταγέλαστος εἶ
41ԾԱՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1006 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c ա.գ.մ. αἱσχρός, ή, όν, αἱσχήμων turpis, probrosus, indecorus, ignominiosus καταγέλαστος irridendus եւն. Մերկ եւ խայտառակ (իբր ամենայն մասամբք ծանուցեալ. կամ… …
42ՁԱՂ — (ու, ուց.) NBH 2 0145 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ.ա. κατάγελως derisio, irrisio καταγέλαστος derisus. Ծաղր. եւ ծաղրելի. խաղ. այպն. ծանակ. խաղքութիւն, խախք, ծիծաղ, ծիծաղելի. ... *Ընկալ զայս ձաղսս՝ ասէր. Փարպ.:… …
43περιγέλαστος — η, ο ο άξιος περίγελου, εμπαιγμού, ο καταγέλαστος, ο γελοίος: Έγινε περιγέλαστος σ όλο το χωριό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44ρεζίλης — ο ο ντροπιασμένος, ο καταγέλαστος: Έγινε ρεζίλης σ όλο το χωριό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45καταγελαστοτέραν — καταγελαστοτέρᾱν , καταγέλαστος ridiculous fem acc comp sg (attic doric aeolic) …