καταγέλαστος εἶ

  • 31καταχλεύαστος — η, ο (Α καταχλεύαστος, ον) [καταχλευάζω] άξιος να καταχλευάζεται, καταγέλαστος …

    Dictionary of Greek

  • 32μυριονειδίζω — (Μ) 1. χλευάζω, εξευτελίζω, ταπεινώνω κάποιον πάρα πολύ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μυριονειδισμένος, η, ον καταγέλαστος, κατεξευτελισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀνειδίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 33παγγέλαστος — παγγέλαστος, ον (Α) καταγέλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γελῶ, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] …

    Dictionary of Greek

  • 34περίγελος — και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, ωτος, Α 1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία 2. το αντικείμενο τής χλεύης, ο καταγέλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο] …

    Dictionary of Greek

  • 35περιγέλαστος — η, ο / περιγέλαστος, ον, ΝΜΑ [περιγελώ] αυτός που γίνεται ή τού αξίζει να γίνει αντικείμενο κοροϊδευτικής και περιφρονητικής συμπεριφοράς, ο άξιος εμπαιγμού, καταγέλαστος, γελοίος …

    Dictionary of Greek

  • 36προσκαταγέλαστος — ον, Α [προσκαταγελῶ] ο επί πλέον γελοίος, καταγέλαστος …

    Dictionary of Greek

  • 37ρεζίλης — ο, Ν, θηλ. ρεζίλισσα και ρεζίλω, Ν [ρεζίλι] αυτός που γελοιοποιήθηκε, που έγινε καταγέλαστος, ο εξευτελισμένος, ο καταντροπιασμένος …

    Dictionary of Greek

  • 38Βάθυλλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Ευνοούμενος του τύραννου Πολυκράτη, που του έστησε ανδριάντα. Την καλλονή του εξύμνησε ο Ανακρέων. 2. Ρωμαίος ποιητής (1ος αι. π.Χ.). Σφετερίστηκε στίχους του Βιργιλίου κολακευτικούς για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 39ԾԱՂՐԱԼԻՑ — ( ) NBH 1 1004 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c ա. καταγέλαστος ridiculus. Լի ծաղու. յոյժ ծաղրական. ծիծաղելի. *Նոքա զծաղրալից երկիւղն ախտանային. Իմ. ՟Ժ՟Է. 8: *Եւ ոչ որպէս պղատոն, որ զծղրալից զվարս իմն հաստատէր: Քանզի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 40ԾԱՂՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1004 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. γελοῖος, καταγέλαστος ridiculus, irridendus. Ծաղու արժանի. ծիծաղելի. այպանելի. եւ Կատակերգական. եւ Հեգնական. այպանողական. ... *Այդ ծաղրական է: ծղրական տարակուսանս. Ոսկ. յհ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)