καταγέλαστος εἶ
21καταγελάστων — καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut gen pl …
22καταγελάστῳ — καταγέλαστος ridiculous masc/fem/neut dat sg …
23καταγέλαστα — καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc pl …
24καταγέλαστε — καταγέλαστος ridiculous masc/fem voc sg …
25καταγέλαστοι — καταγέλαστος ridiculous masc/fem nom/voc pl …
26παγκαταγέλαστος — παγκαταγέλαστος, ον (Μ) 1. αυτός που είναι αντικείμενο γενικού χλευασμού, καταγέλαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκαταγέλαστον η ιδιότητα τού παγκαταγέλαστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καταγέλαστος] …
27υπερκαταγέλαστος — ον, Α (επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»] …
28καταγελαστοτέρα — καταγελαστοτέρᾱ , καταγέλαστος ridiculous fem nom/voc/acc comp dual καταγελαστοτέρᾱ , καταγέλαστος ridiculous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
29καταγέλαστ' — καταγέλαστα , καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc pl καταγέλαστε , καταγέλαστος ridiculous masc/fem voc sg …
30ακαταγέλαστος — η, ο (Α ἀκαταγέλαστος, ον) [καταγέλαστος] αυτός που δεν έχουν γελάσει εις βάρος του ή που δεν μπορεί κανείς να γελάσει εις βάρος του …