καταβαλλω
1καταβάλλω — throw down pres subj act 1st sg καταβάλλω throw down pres ind act 1st sg …
2καταβάλλω — καταβάλλω, κατέβαλα βλ. πίν. 146 …
3καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …
4καταβάλλω — κατέβαλα, καταβλήθηκα, καταβεβλημένος 1. βάλλω κάτω κάποιον, τον ρίχνω κάτω: Κατέβαλε τον αντίπαλό του στην πυγμαχία. 2. νικώ, υπερνικώ, υπερισχύω: Η Ρώμη κατέβαλε τελικά την Καρχηδόνα. 3. πληρώνω: Κατέβαλα την πρώτη δόση του φόρου. 4. η μτχ.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5καταβάλῃ — καταβάλλω throw down aor subj mp 2nd sg καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj mid 2nd sg (doric) καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg (doric) …
6ανακαταβάλλω — [καταβάλλω] καταβάλλω εκ νέου ή κατ επανάληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταβάλλω] …
7καταβαλοῦσι — καταβάλλω throw down aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταβάλλω throw down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταβάλλω throw down fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …
8καταβαλοῦσιν — καταβάλλω throw down aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταβάλλω throw down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταβάλλω throw down fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …
9καταβεβλημένα — καταβάλλω throw down perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) καταβεβλημένᾱ , καταβάλλω throw down perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) καταβεβλημένᾱ , καταβάλλω throw down perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …
10καταβάλετε — καταβάλλω throw down aor imperat act 2nd pl καταβά̱λετε , καταβάλλω throw down aor subj act 2nd pl (epic doric) καταβάλλω throw down aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …