καταίρω
61κατάραις — κατάρα curse fem dat pl (ionic) κατάρης rushing from above masc dat pl κατά̱ραις , καταίρω take down aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) κατά̱ραις , καταίρω take down aor opt act 2nd sg …
62κατάραντα — κατά̱ραντα , καταίρω take down aor part act neut nom/voc/acc pl κατά̱ραντα , καταίρω take down aor part act masc acc sg …
63κατάρατο — κατά̱ρατο , καταίρω take down aor ind mid 3rd sg (doric aeolic) κατά̱ρατο , καταίρω take down aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …
64προσκαταίρει — πρόσ καθαιρέω take down pres imperat act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) πρόσ καθαιρέω take down imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) πρόσ καταίρω take down pres ind mp 2nd sg πρόσ καταίρω …
65αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …
66κάταρσις — κάταρσις, άρσεως, ἡ (Α) [καταίρω] 1. απόβαση 2. τόπος όπου καταπλέουν, όρμος για απόβαση («οἱ ὁπλῑται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον», Θουκ.) …
67προκαταίρω — Α εισπλέω πρώτος σε ένα λιμάνι, προκατάγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταίρω «καταπλέω, αράζω»] …
68προσκαταίρω — Α καταπλέω εναντίον κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταίρω «εφορμώ, απέρχομαι»] …
69συγκαταίρω — Α φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»] …
70καταιρουσῶν — καθαιρέω take down pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) καταῑρουσῶν , καθιερόω dedicate pres part act fem gen pl (attic ionic) καταίρω take down pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …