κατήφησάν τ'ἐνὶ ϑυμῷ

  • 1κατηφώ — κατηφῶ, έω (Α) [κατηφής] 1. κατεβάζω τα μάτια κυρίως από λύπη ή ντροπή, είμαι κατηφής, δύσθυμος, κατσουφιάζω (α. «μνηστῆρες δ ἀκάχοντο κατήφησάν τ ἐνὶ θυμῷ», Ομ. Οδ. β. «τὶ δὴ κατηφεῑς ὄμμα καὶ δακρυρροεῑς» γιατί έχεις κατεβασμένα τα μάτια και… …

    Dictionary of Greek