κατήγορος
1κατήγορος — accuser masc/fem nom sg …
2κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος …
3κατήγορος — ο, η αυτός που διατυπώνει κατηγορία, μηνυτής: Στην υπόθεση αυτή είναι κατήγορος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κατήγορον — κατήγορος accuser masc/fem acc sg κατήγορος accuser neut nom/voc/acc sg …
5κατηγόροις — κατήγορος accuser masc/fem/neut dat pl …
6κατηγόρου — κατήγορος accuser masc/fem/neut gen sg …
7κατηγόρους — κατήγορος accuser masc/fem acc pl …
8κατηγόρων — κατήγορος accuser masc/fem/neut gen pl …
9κατηγόρῳ — κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg …
10κατήγορα — κατήγορος accuser neut nom/voc/acc pl …