κατέχω
1κατέχω — βλ. πίν. 154 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κατέχω : από την παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως η μτχ. ενεστώτα κατεχόμενος, π.χ. κατεχόμενα εδάφη (→ που βρίσκονται κάτω από ξένη κατοχή). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το ρ.… …
2κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …
3κατέχω — καταχώννυμι cover with a heap imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) κατέχω hold fast pres subj act 1st sg κατέχω hold fast pres ind act 1st sg …
4κατέχω — κατείχα 1. έχω στην εξουσία μου: Οι Ισραηλινοί κατέχουν εδάφη που ανήκουν στους Άραβες. 2. γνωρίζω κάτι πολύ καλά: Την κατέχει τη δουλειά του. 3. βρίσκομαι σε κάποια θέση, υπηρετώ κάπου: Το οχυρό κατέχει θέση που δεσπόζει σ όλη την περιοχή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κατέχεσθε — κατέχω hold fast pres imperat mp 2nd pl κατέχω hold fast pres ind mp 2nd pl κατέχω hold fast imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
6κατέχετε — κατέχω hold fast pres imperat act 2nd pl κατέχω hold fast pres ind act 2nd pl κατέχω hold fast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7κατέχῃ — κατέχω hold fast pres subj mp 2nd sg κατέχω hold fast pres ind mp 2nd sg κατέχω hold fast pres subj act 3rd sg …
8καθέξον — κατέχω hold fast fut part act masc voc sg κατέχω hold fast fut part act neut nom/voc/acc sg …
9καθέξοντα — κατέχω hold fast fut part act neut nom/voc/acc pl κατέχω hold fast fut part act masc acc sg …
10καθέξουσι — κατέχω hold fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατέχω hold fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …