κατέφαγε
1κατέφαγε — κατεσθίω eat up aor ind act 3rd sg …
2κατέφαγ' — κατέφαγε , κατεσθίω eat up aor ind act 3rd sg …
3ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …
4κατάβρωση — η (AM κατάβρωσις) [καταβιβρώσκω] η καταβρόχθιση («καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν», ΠΔ) …
5προσδανείζω — ΜΑ δανείζω κάποιον επί πλέον («ἀλλὰ καὶ ἕτερα προσδανεισάμενος κατέφαγε», Μηναί.) …