κατέπαυσα
1κατέπαυσα — καταπαύω put an end to aor ind act 1st sg …
2καταπαύω — κατέπαυσα και κατάπαψα, καταπαύτηκα, καταπαυμένος, παύω κάτι εντελώς: Η ένεση αυτή μου κατέπαυσε τους πόνους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)