κατέκαυσα
1κατέκαυσα — κατακαίω burn completely aor ind act 1st sg …
2κατακαίω — κατακαίω, κατάκαψα και κατέκαψα βλ. πίν. 161 Σημειώσεις: κατακαίω : ο αόριστος κατάκαψα αντιστοιχεί κυρίως στην έννοια → καίω πολύ, υπερβολικά κάποιον ή κάτι, ενώ ο αόριστος κατέκαψα στην έννοια → καίω ολοσχερώς (έκταση γης κτλ.). Σπάνια, σε… …