κατά-χρεος

  • 61τέλθος — ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) χρέος, οφειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος πιθ. κατά τα ἄχθος, πλῆθος. Ο σχηματισμός του τ. εκλαμβάνεται ως δωρισμός] …

    Dictionary of Greek

  • 62υπέρχρεως — ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, ον, Μ βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά χρεως, ὑπό χρεως] …

    Dictionary of Greek

  • 63φέσι — Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 64χρεαγωγός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὲρ ἑτέρου τὸν ὀφειλέτην ἄγων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] …

    Dictionary of Greek

  • 65χρεολύτης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά τον Ζωναρ.) ο πληρωτής τών χρεών του 2. μτφ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που εξάλειψε τις ηθικές οφειλές τών ανθρώπων στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο λύτης, χρησμο λύτης] …

    Dictionary of Greek

  • 66χρεώγραφο — και χρεόγραφο, το, Ν (νομ. οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή …

    Dictionary of Greek

  • 67χρεώστησις — ήσεως, ἡ, Α [χρεωστῶ] (κατά τον Ησύχ.) χρέος, οφειλή …

    Dictionary of Greek

  • 68Αγγελόπουλος, Άγγελος — (Βλαχόραφτη Αρκαδίας 1904 – Αθήνα 1995). Έλληνας οικονομολόγος,καθηγητής πανεπιστημίου, ακαδημαϊκός, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία. Διετέλεσε… …

    Dictionary of Greek

  • 69Γαλάνης, Δημήτριος — (Αθήνα 1879 – 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Τις βάσεις της ευρύτερης παιδείας του και την αγάπη για την έρευνα, ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του Εμμανουήλ είχε σπουδάσει… …

    Dictionary of Greek

  • 70οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …

    Dictionary of Greek