κατά-φορτος
1φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… …
2υπέρφορτος — η, ο / ὑπέρφορτος, ον, ΝΜ υπερφορτωμένος, κατάφορτος, παραφορτωμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρφορτον φορτίο υπέρμετρο, βαρύτερο από το κανονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φόρτος (πρβλ. αντί φορτος, κατά φορτος)] …
3περίφορτος — ον, Α κατάφορτος, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φόρτος «φορτίο» (πρβλ. κατά φορτος)] …
4φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… …
5οίτος — οἶτος, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.) 2. τύχη, μοίρα.. [ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο τού εἶμι… …