κατά τε γῆν καὶ κατὰ θ

  • 81πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» …

    Dictionary of Greek

  • 82BRITANNIA — I. BRITANNIA Ducatus Galliae, peramplus et fertilis, vulgo Britaigne, qui nomen iura moresque, imo et incolas a Britannis insulanis accepit. Iulins Scal. in Urbibus: Vicit Aremoricas animosa Britannia gentes, Et dedit impositô nomina prisca iugô …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 83CILIX — Phoenicis filius; item qui e Cilicia est. Ita Solin. c. 38. A Cilice nomen trahit (Cilicia) quem aetas pristina pene ultra aevum memoriae abscondit. Hunc Phoenice ortum, qui antiquior Iove de primis terrae alumnis habetur. Herodotus vero Agenoris …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 84Θαργηλίων — Ο ενδέκατος μήνας (15 Μαΐου 15 Ιουνίου) του αρχαίου αττικού ημερολόγιου, η ονομασία του οποίου συνδυάζεται με την εποχή του θερισμού (θέρειν την γην). Κατά τη διάρκειά του τελούνταν οι γιορτές Θαργήλια, Βενδίδεια και Πλυντήρια. Οι μέρες που ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 85NIMROD — Ναβρώδης Iosepho, qui sic de eo Iud. Ant. l. 1. c. 5. Ἐξῇρε δὲ αὐτοὺς πρός τε ὕβριν τοῦ Θεοῦ καὶ καταφρόνησιν ὁ Ναβρώδης, ὠς ὑιωνὸς μὲν ὤν Χάμου τοῦ Νώχου, τολμηρὸς δὲ καὶ κατὰ χεῖρα γενναῖος, ἔπειθεν αὐτοὺς μὴ τῷ Θεῷ διδόναι τὸ δἰ ἐκεῖνον… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 86ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… …

    Dictionary of Greek

  • 87κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …

    Dictionary of Greek

  • 88στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 89γεωκαρπία — Το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα φυτά, τα οποία ονομάζονται γεωκαρπικά, ωριμάζουν τους καρπούς τους κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό φυτό αυτής της κατηγορίας είναι η αραχίδα, το γνωστό μας αράπικο φιστίκι. Στα γεωκαρπικά… …

    Dictionary of Greek

  • 90ANTARCTICUS — polus Australis, Arctico oppositus, qui terrae obiectus a nobis cerni non poetst. A nostris Meridionalis vulgo dicitur. Virg. Georg. l. 1. v. 240. Mundus, ut ad Scythiam, Riphaeasque arduus arces Consurgit, premitur Libyae devexus in Austros. Hic …

    Hofmann J. Lexicon universale