κατά μείζονα

  • 31πάχετος — ον, Α 1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.) 2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός 3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος ο όγκος, το πάχος («τοῡ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα ετος (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 32στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… …

    Dictionary of Greek

  • 33τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… …

    Dictionary of Greek