κατά μείζονα

  • 21δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22Μπέλφαστ — (Belfast). Πόλη (297.100 κάτ. το 2002) του Ηνωμένου Βασιλείου, πρωτεύουσα της Βορείου Ιρλανδίας, καθώς και της κομητείας Όντριμ. Το Μ. αναπτύχθηκε γύρω από έναν πύργο που χτίστηκε το 1177, την εποχή της αγγλονορμανδικής εισβολής, και βρίσκεται… …

    Dictionary of Greek

  • 23κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …

    Dictionary of Greek

  • 24παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …

    Dictionary of Greek

  • 25φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …

    Dictionary of Greek

  • 26Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …

    Deutsch Wikipedia

  • 27Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …

    Deutsch Wikipedia

  • 28Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά …

    Deutsch Wikipedia

  • 29BRITANNIA — I. BRITANNIA Ducatus Galliae, peramplus et fertilis, vulgo Britaigne, qui nomen iura moresque, imo et incolas a Britannis insulanis accepit. Iulins Scal. in Urbibus: Vicit Aremoricas animosa Britannia gentes, Et dedit impositô nomina prisca iugô …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 30κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… …

    Dictionary of Greek