κατάχυσμα
1κατάχυσμα — κατάχυσμα, τὸ (Α) [καταχέω] 1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.) 2. στον πληθ. τὰ καταχυσματα ξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους… …
2κατάχυσμα — that which is poured over neut nom/voc/acc sg …
3κατάχυσμ' — κατάχυσμα , κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc sg …
4καταχυσμάτων — κατάχυσμα that which is poured over neut gen pl …
5καταχύσματα — κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc pl …
6καταχύσματι — κατάχυσμα that which is poured over neut dat sg …
7καταχύσματ' — καταχύσματα , κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc pl καταχύσματι , κατάχυσμα that which is poured over neut dat sg καταχύσματε , κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc dual …
8καταχυσμάτιον — καταχυσμάτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κατάχυσμα*) σάλτσα, καρύκευμα που έχυναν πάνω στο φαγητό …