κατάφορος
1κατάφορος — κατάφορος, ον (Α) [καταφέρω] 1. ορμητικός 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης 3. αυτός που έχει κατεύθυνση προς τα κάτω 4. αυτός που έχει κλίση, ροπή προς κάτι 5. βαθύς, ληθαργικός 6. επιγρ. (για έδαφος που χρησιμοποιείται για ταφή) ο προσιτός, αυτός… …
2κατάφορος — rushing down masc/fem nom sg …
3καταφορώτατον — κατάφορος rushing down masc acc superl sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc superl sg …
4κατάφορον — κατάφορος rushing down masc/fem acc sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc sg …
5καταφορώτεραι — κατάφορος rushing down fem nom/voc comp pl …
6καταφόρου — κατάφορος rushing down masc/fem/neut gen sg …
7καταφόρους — κατάφορος rushing down masc/fem acc pl …
8κατάφορα — κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc pl …
9κατάφοροι — κατάφορος rushing down masc/fem nom/voc pl …
10καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… …
- 1
- 2