κατάσκοπος)
1κατάσκοπος — one who reconnoitres masc nom sg …
2κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …
3κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κατασκόπω — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc/acc dual κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg (doric aeolic) …
5κατασκόποις — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat pl …
6κατασκόπου — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg …
7κατασκόπους — κατάσκοπος one who reconnoitres masc acc pl …
8κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl …
9κατασκόπῳ — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg …
10κατάσκοπε — κατάσκοπος one who reconnoitres masc voc sg …