κατάσκοπος)
71Σάχερ - Μάζοχ, Λεοπόλντ — (Sacher Ma soch). Αυστριακός συγγραφέας (1836 1895). Σπούδασε νομικά και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του καθηγητή στο Λβοφ, το οποίο όμως γρήγορα εγκατάλειψε για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, θεωρείται ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της… …
72Σερτώριος Κόιντος — (Quintus Sertorius). Ρωμαίος στρατηγός (123 72 π.Χ.). Πολέμησε για πρώτη φορά εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων στο Οράνζ, κάτω από τις διαταγές του Σερβίλιου Καιπίωνα και το 102 π.Χ. κατόρθωσε να μπει ως κατάσκοπος στο στρατόπεδο των… …
73Χριστόφορος, Άγγελος — (Γαστούνη περίπου 1575 – Οξφόρδη 1638). Δάσκαλος της ελληνικής στην Αγγλία και συγγραφέας. Φιλομαθής και φιλαπόδημος, ο X. περιόδευσε για αρκετά χρόνια τον ελληνικό χώρο αναζητώντας ικανό δάσκαλο και μελετώντας στις διάφορες μοναστικές… …
74ԴԷՏ — (դիտի, տաց.) NBH 1 0613 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c, 12c, 14c գ.ա. σκοπός speculator Տեսուչ. նկատօղ ի բարձր վայրէ. շուրջ հայեցօղ. ... *Ել դէտն յաշտարակն: Գնաց դէտն ի տանիս դրանն: Եբարձ պատանին դէտն զաչս իւր:… …
75ԼՐՏԵՍ — (ի, աց.) NBH 1 0908 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ.ա. ԼՐՏԵՍ որ եւ ԼՐՈՒՏԵՍ ասի. κατάσκοπος explorator, speculator. որ երթայ լուր առնուլ եւ բերել՝ ականատես լինելով. դիտօղ եւ զննիչ ելից եւ մտից օտար երկրի. Դէտ. պատուիրակ. ... Տե՛ս Ծն …
76ՊԱՏՈՒԻՐԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0620 Chronological Sequence: Early classical գ. Պատգամւոր՝ հրատարակօղ զպատուէր. նուիրակ. խնդրակ. ըստ յն. նաեւ դէտ. κατάσκοπος explorator. *Առաքեաց աբեսաղում պատուիրակս յամենայն ցեղս իսրաէլի. ՟Բ. Թագ. ՟Ծ՟Է. 10: *դեսպանս արձակեալ,… …
77πράκτορας — πράκτορας, ο και πράχτορας, ο 1. αυτός που τελειώνει ξένες υποθέσεις με αμοιβή: Εμπορικός πράκτορας. – Tαξιδιωτικός πράκτορας. 2. πληρωμένο όργανο μυστικής υπηρεσίας που δρα σε ξένη χώρα, αλλ. κατάσκοπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78χαφιές — ο (λ. τουρκ.) 1. αστυνομικός κατάσκοπος. 2. καταδότης: Στην επταετία της δικτατορίας υπήρχανε πολλοί χαφιέδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79ωτακουστής — ο θηλ. ούστρια 1. που ακούει κρυφά, που «βάζει αυτί». 2. κατάσκοπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80κατασκόπωι — κατασκόπῳ , κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg …