κατάσκοπος)

  • 31εργοσκόπος — ἐργοσκόπος, ὁ (Μ) ο κατάσκοπος …

    Dictionary of Greek

  • 32ερευνητής — ο θηλ. ερευνήτρια (AM ἐρευνητής, θηλ. ἐρευνήτρια* Α και ἐρευνητήρ, ο) [ερευνώ] αυτός που ερευνά, που εξετάζει, ο εξεταστής νεοελλ. 1. ο μελετητής (α. «ερευνητής ψυχολογικών φαινομένων» β. «ερευνητής μεσαιωνικής ιστορίας») 2. (φωτογρ.) εξάρτημα… …

    Dictionary of Greek

  • 33κατήκοος — κατήκοος, ον (Α) 1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι αυτά, Σοφ.) 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.) 3. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 34καταπατητής — ο (AM καταπατητής) [καταπατώ] νεοελλ. 1. αυτός που καταλαμβάνει αυθαίρετα ξένη ιδιοκτησία, ο σφετεριστής 2. αυτός που αθετεί υπόσχεση που έδωσε μσν. κλέφτης μσν. αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος, καταδότης («μὲ πονηρίαν ἀπέστειλεν τοὺς καταπατητάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 35κατασκοπεύω — (AM κατασκοπεύω) [κατάσκοπος] παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός νεοελλ. διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω …

    Dictionary of Greek

  • 36κατασκοπικός — κατασκοπικός, ή, όν (Α) [κατάσκοπος] κατάλληλος για κατασκόπευση («κατασκοπικαὶ νῆες», Πολ.) …

    Dictionary of Greek

  • 37κατασκοπώ — κατασκοπῶ, έω (Α) [κατάσκοπος] 1. παρατηρώ από κοντά, εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά 2. κατασκοπεύω 3. μέσ. κατασκοποῡμαι, έομαι παρατηρώ με προσοχή, κοιτάζω καλά …

    Dictionary of Greek

  • 38κατασκόπιον — κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) [κατάσκοπος] κατασκοπευτικό πλοίο …

    Dictionary of Greek

  • 39κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… …

    Dictionary of Greek

  • 40κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ …

    Dictionary of Greek