κατάρρῠτος
1κατάρρυτος — irrigated masc/fem nom sg …
2κατάρρυτος — η, ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, ον) αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω 2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά 3.… …
3κατάρρυτον — κατάρρυτος irrigated masc/fem acc sg κατάρρυτος irrigated neut nom/voc/acc sg …
4καταρρύτοις — κατάρρυτος irrigated masc/fem/neut dat pl …
5καταρρύτου — κατάρρυτος irrigated masc/fem/neut gen sg …
6καταρρύτους — κατάρρυτος irrigated masc/fem acc pl …
7καταρρύτων — κατάρρυτος irrigated masc/fem/neut gen pl …
8καταρρύτῳ — κατάρρυτος irrigated masc/fem/neut dat sg …
9κατάρρυτα — κατάρρυτος irrigated neut nom/voc/acc pl …
10κατάρρυτοι — κατάρρυτος irrigated masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2