κατάλοιπος
1κατάλοιπος — left remaining masc/fem nom sg …
2κατάλοιπος — η, ο (Α κατάλοιπος, ον) [καταλείπω] ο υπόλοιπος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο 1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο 2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών»… …
3κατάλοιπον — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc sg κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc sg …
4καταλοίποις — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat pl …
5καταλοίπου — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen sg …
6καταλοίπους — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc pl …
7καταλοίπων — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen pl …
8καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg …
9κατάλοιπα — κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc pl …
10κατάλοιποι — κατάλοιπος left remaining masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2