κατάκριμα
1κατάκριμα — condemnation neut nom/voc/acc sg …
2κατάκριμα — το (AM κατάκριμα) [κατακρίνω] νεοελλ. μσν. πράξη κακή, παράνομη και άπρεπη μσν. αρχ. καταδίκη, τιμωρία («τὸ μὲν γὰρ κρῑμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα», ΚΔ) …
3κατάκριμα — το, ατος αμάρτημα: Ποιος θα με σώσει από το κατάκριμά μου; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κατακριμάτων — κατάκριμα condemnation neut gen pl …
5κατακρίμασι — κατάκριμα condemnation neut dat pl …
6κατακρίμασιν — κατάκριμα condemnation neut dat pl …
7κατακρίματι — κατάκριμα condemnation neut dat sg …
8κατακρίματος — κατάκριμα condemnation neut gen sg …
9ԴԱՏԱՊԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0600 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. κατάκριμα, κατάκρισις damnatio, condemnatio Դատապարտելն, եւ իլն. պարտաւորութիւն. պատժապարտութիւն. մահապարտութիւն: ... Իմ. ՟Ժ՟Բ. 27: Հռ. ՟Ե. 16. 18: ՟Բ. Կոր. ՟Գ. 9: ՟Է. 3: *Պատիժք… …