1κατάκρας — (Α, ιων. τ. κατάκρης) επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας] …
Dictionary of Greek
2κατάκρας — ἄκρα highest poetic indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3κατάκρης — (Α) επίρρ. ιων. τ. βλ. κατάκρας …
Dictionary of Greek