κατάκορος
1κατάκορος — κατάκορος, ον (AM) ο τελείως κορεσμένος αρχ. άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.). επίρρ... κατακόρως (AM κατακόρως) υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.) μσν. με… …
2κατάκορος — deeply masc/fem nom sg …
3κατακόρως — κατάκορος deeply adverbial κατάκορος deeply masc/fem acc pl (doric) …
4κατάκορον — κατάκορος deeply masc/fem acc sg κατάκορος deeply neut nom/voc/acc sg …
5κατακόροις — κατάκορος deeply masc/fem/neut dat pl …
6κατακόρου — κατάκορος deeply masc/fem/neut gen sg …
7κατακόρους — κατάκορος deeply masc/fem acc pl …
8κατάκορα — κατάκορος deeply neut nom/voc/acc pl …
9κατάκοροι — κατάκορος deeply masc/fem nom/voc pl …