κατάκοιτος
1κατάκοιτος — in bed masc/fem nom sg …
2κατάκοιτος — η, ο (AM κατάκοιτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος αρχ. αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από κοιτος, πρό κοιτος] …
3κατάκοιτος — η, ο αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι από ασθένεια: Είναι κατάκοιτος εδώ και δύο χρόνια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4απόκοιτος — ἀπόκοιτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του 2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)] …
5κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …
6κατάπτωτος — κατάπτωτος, ον (Α) [καταπίπτω] καταπεσμένος, κατάκοιτος …
7κατακείτομαι — και κατακοίτομαι (Μ κατακείτομαι) νεοελλ. είμαι κατάκοιτος, βρίσκομαι ξαπλωμένος άρρωστος στο κρεβάτι μσν. βρίσκομαι …
8κατακοιτίζω — (Μ) [κατάκοιτος] ρίχνω κάποιον στο κρεβάτι …
9κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …
10κλινάρης — κλινάρης, ες (Μ) κλινήρης, κατάκοιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης, κελ άρης)] …
- 1
- 2