-
1 происходить
происходитьнесов1. (случаться) συμβαίνω, γίνομαι:что с тобой \происходитьо́дит? τί σοδ συμβαίνει;· что здесь \происходитьо́дит? τί συμβαίνει ἐδῶ;, τί τρέχει;·2. (являться результатом чего-л.) προκύπτω, προέρχομαι, προκαλούμαι:это \происходитьо́дит от того, что... αὐτό προέρχεται ἀπό то́ γεγονός δτι...·3. (вести происхождение) κατάγομαι:\происходить из крестьян κατάγομαι ἀπό ἀγροτική οίκογένεια. -
2 выйти
выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•
выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•
выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•
выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•
выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•
выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•
выйти на дорогу στο δρόμο•
выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).
|| μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•
выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•
выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•
выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•
выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.
|| φυτρώνω•-шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.
|| μτφ. απαλλάσσομαι•выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.
|| μτφ. χάνω•выйти из терпения χάνω την υπομονή.
|| βγαίνω•выйти из употребления αχρηστεύομαι•
выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.
2. εκδίδομαι•-шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.
3. αναδείχνομαι•выйти победителем βγαίνω νικητής.
4. φτάνω το όριο•он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.
5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•
из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.
6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.
7. προέρχομαι, κατάγομαι•он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.
8. εξέρχομαι•-из войны βγαίνω από τον πόλεμο.
9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.
10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.
|| τελειώνω, περνώ•εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).-шел срок τέλειωσε η προθεσμία.
-
3 выходить
выходи́ть Iнесов1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):\выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):\выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:\выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι18. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).вы́ходить IIсов см. выхаживать. -
4 производить
ρ.δ.μ.1. βλ. произвести.2. ανάγω, αποδίδω την καταγωγή. || ερμηνεύω ετυμολογικά.εκφρ.свет не -ил – πρωτοειδω-τος, πρωτοφανής• πρωτάκουστος (από αρνητικής πλευράς).παράγομαι, γίνομαι, κατάγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
κατάγομαι — προέρχομαι, έχω την αρχή μου, είμαι από κάπου: Η Μαρία κατάγεται από τη Χαλκίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαδοβαστώ — κατάγομαι από παπάδες … Dictionary of Greek
κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… … Dictionary of Greek
παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… … Dictionary of Greek
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κοινότητα — η 1. ένωση ομοεθνών ή των κατοίκων μιας πόλης ή χωριού: Υπάρχουν πολλές ελληνικές κοινότητες στην Αμερική. 2. η κατώτερη βαθμίδα τοπικής αυτοδιοίκησης: Κατάγομαι από την κοινότητα Αροανίας Καλαβρύτων. 3. φρ., «Βουλή των Κοινοτήτων» δηλώνει το ένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενεαλογώ — (AM γενεαλογῶ, έω) [γενεαλόγος] (νεοελλ μσν.) μέσ. ανάγω το γένος ή την καταγωγή μου σε κάποιον πρόγονο, κατάγομαι από κάποιον αρχ. 1. εξετάζω τη γενεαλογία κάποιου και την εκθέτω 2. ασχολούμαι με τη γενεαλογία … Dictionary of Greek
εκγίγνομαι — ἐκγίγνομαι (Α) 1. κατάγομαι από κάποιον 2. είμαι παιδί κάποιου 3. έρχομαι στη ζωή 4. προέρχομαι, παράγομαι 5. (για χρόνο) περνώ 6. απρόσ. α) επιτρέπεται, παραχωρείται («ἵν ἤν σὺ βούλῃ τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῡτο μή ἐκγένηται», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ … Dictionary of Greek
γενεαλογώ — 1. αναζητώ τη γενεαλογία κάποιου. 2. το μέσ., γενεαλογούμαι κατάγομαι από κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek