κατάγνυμι
1κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… …
2κατεηγότα — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act neut nom/voc/acc pl (ionic) κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc acc sg (ionic) …
3κατέηγε — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf imperat act 2nd sg (ionic) κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf ind act 3rd sg (ionic) …
4κατέηγεν — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf ind act 3rd sg (ionic) κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …
5κατεηγός — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) …
6κατεηγόσι — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc/neut dat pl (ionic) …
7κατεηγότος — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc/neut gen sg (ionic) …
8κατεηγότων — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf part act masc/neut gen pl (ionic) …
9κατεᾶχθαι — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf inf mp (attic) …
10κατᾶξαι — κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor inf act …