κατάγελως
1κατάγελως — κατάγελως, έλωτος, ὁ (Α, Μ κατάγελος, ον) το αντικείμενο γέλιου («οὗτος κατάγελως νομίζεται», Μέν.) αρχ. εμπαιγμός, χλευασμός («ὥστε οὐ καταγέλωτός μοι δοκεῑ ἄξιος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γελως (< γέλως), πρβλ. διά γελως, περί… …
2καταγέλως — κατάγελος rich in herds adverbial κατάγελος rich in herds masc/fem acc pl (doric) κατάγελως derision masc nom sg …
3καταγέλωτα — κατάγελως derision masc acc sg …
4καταγέλωτας — κατάγελως derision masc acc pl …
5καταγέλωτι — κατάγελως derision masc dat sg …
6καταγέλωτος — κατάγελως derision masc gen sg …
7καταγέλωτ' — καταγέλωτα , κατάγελως derision masc acc sg καταγέλωτι , κατάγελως derision masc dat sg καταγέλωτε , κατάγελως derision masc nom/voc/acc dual …
8ругать — укр. поругатися насмехаться , блр. поруга поругание , уруга упрек , др. русск. ругъ насмешка , ругати ся насмехаться , ст. слав. рѫгъ ὀνειδισμός, καταγέλως (Супр.), рѫгати сѩ ἐμπαίζειν, καταγελᾶν (Остром., Супр.), болг. ръгая ругаю, поношу ,… …
9посмех — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κατάγελως) посмешище. … …
10γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …
- 1
- 2